Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Είδωλα χρόνια

photo by σ.μ.
Ναταλί,κάτσε φρόνιμα της έλεγαν και εκείνη γέμιζε ξανά και ξανά τα ποτήρια τους .
Πότε πότε σηκώνονταν και τους άδειαζε τα τασάκια και ήταν σαν να ήθελε να δώσει τέλος και να κλείσει τις ιστορίες για να αρχίσουν άλλες, καινούριες κουβεντες.
Στο μικρό μπαλκονάκι του νησόσπιτου μαζεύονταν κάθε βράδυ οι 5 τους να κάνουν τη ζωή λίγο πιο δική τους.
Της άρεσε να μιλούν για το παρελθόν, να λενε ιστορίες για ανθρώπους που είναι πια σκιές αλλά και για σκιές που συχνά μοιάζουν με ανθρώπους...αλλά έτσι όπως σε κοίταγε καταλάβαινες ότι δεν άντεχε άλλο.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το παρελθόν, της είχε πει ένα βράδυ. Μπορεί και πρωί. Από εκείνα τα πρωινά που τα μπερδεύεις με τα βράδια γιατί ο χρόνος συμπυκνώνεται. Συμφώνησαν. Αν και εκείνου δεν του άρεσε καθόλου να συμφωνεί μαζί της. Αυτό την τράβηξε εξάλλου απο την πρώτη στιγμή. Και το βλέμμα του, που τη διαπερνούσε σαν η ξιφολόγχη τα σώματα των καβαλάρηδων στις ταινίες.
Όταν οι κουβέντες λίγο σιώπαιναν έμπαιναν όλοι στον αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο. Η Ναταλί κράταγε το μπουκάλι με το ροζέ κρασί στο χέρι. Τι με κοιτάτε, το κόκκινο επιτρέπεται, δε χαλάει την εκτύπωση των φωτογραφιών, τους έλεγε.
........................................................................................................................................................................
-Γιατί πίνεις όλο από το μπουκάλι;
- Στο ποτήρι χάνεις τη μισή απόλαυση
-Θα δούμε ταινία;
........................................................................................................................................................................
Μετά άπλωναν τις φωτογραφίες να στεγνώσουν. Σαν τα χταπόδια που άπλωνε το πρωί ο Κυριάκος στα σκοινιά λίγα βήματα κάτω απ’το μπαλκόνι τους.
Όταν επέστρεφαν στα καθίσματα η Ναταλί άδειαζε πάλι τα τασάκια. Αλλάξτε κουβέντα τους έλεγε. Πέρασαν τα χρόνια.
Δεν είχαν περάσει. Στα βιβλία όλα ήταν ίδια. Η ίδια φλόγα και η ίδια αγωνία. Και τα διαβάσματα ίδια, να της κλέβουν από πάντα το χρόνο από τα βιβλία.
Τα δικά του βιβλία ήταν διάφανα. Και η βαλίτσα με τα αναρίθμητα cd.
Δεν το γουστάρω μωρέ το παρελθόν, της μύνησε χρόνια αργότερα. Έκανε ότι τον πιστεύει αλλά κοιτάζει πίσω στους σταθμούς των τρένων.
Όπου πάει βρίσκει τους ίδιους ανθρώπους να αγαπήσει. Με τις ίδιες ιστορίες στα αγύριστα κεφάλια τους. Ή μπορεί και να τους δημιουργεί. Για να θυμάται τα απογεύματα στον Έσπερο.
Μια μέρα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, βρήκε στο γραμματοκιβώτιο μια πρόσκληση για παρουσίαση βιβλίου. Όλη η Ελλάδα εκδίδει και απο ένα βιβλίο,σκέφτηκε. Μαλάκες.
 «Χωρίς παρελθόν, πώς θα καταλάβεις το πεπρωμένο Ναταλί; Σε περιμένω» . Το γνωστό μονόγραμμα. Και μια υπογραφή.
Έβγαλε το σημειωματάριο.
«24 είδωλα κατοπτρικά χρόνια », έγραψε. Το έβαλε στο φάκελο της πρόσκλησης, και το έστειλε πίσω.

  

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Εγώ όμως αυτό που ήθελα ήταν εκείνο το άσπρο πορσελάνινο φλιτζάνι




Έφτιαχνε κάθε πρωί τον καφέ της. Έναν για εκείνη και έναν για τον Κώτσο που θα γύριζε σε λίγο από τα ψώνια με μια λιχουδιά για μένα κρυμμένη κάπου στις σακούλες. Φόραγε ρούχα ωραία και σκουλαρίκια και χτένιζε τα μαλλιά της πίσω να φαίνονται τα γαλάζια μάτια της. Με αργές τελετουργικές κινήσεις μέτραγε το νερό στα φλιτζάνια και ετοίμαζε το δίσκο .
               Εμένα με ανέβαζε στο σκαμπό για να βλέπω. Πρέπει να μάθεις να φτιάχνεις καφέ ελληνικό,μου έλεγε. Με την ίδια ευλάβεια που ανακάτευε το μπρύκι, γέμιζε μετά τα φλυτζάνια. Πολλές φουσκάλες, μουσαφιραίους θα έχει ο παππούς σου, μου έλεγε. Και ανυπομονούσα να μετρήσω τις φουσκάλες. Το μεσημέρι όταν ξάπλωνα έστεινα αυτί να δω αν ήρθαν οι μουσαφιραίοι και επαλειθέυτηκαν οι φουσκάλες. Έστρωνε το καθαρο σεμεδάκι που είχε πλέξει την προηγούμενη βδομάδα, γέμιζε το πιάτο με μπισκότα και ένα ποτήρι βανίλια υποβρύχιο ή ένα κομμάτι κουρκουτόψωμο για μένα – και η ιεροτελεστία του καφέ ξεκινούσε.
Όλα στο σπίτι σταματούσαν. Οι δουλειές, οι μυρωδιές , το πλέξιμο, τα σουρτα φέρτα. «Κώτσο χαμήλωσε την τηλεόραση να πιούμε καφέ», του έλεγε. Ακόμα και η κατσαρόλα που ετοίμαζε της νοστιμιές της σαν για λίγο να μη ξεφυσούσε , υπακούοντας και αυτή με τον τρόπο της στα λεγόμενα και φερσίματα της . Τι λέει η εφημερίδα, τον ρώταγε, αλλά καταλάβαινες από το βλέμμα της ότι καθόλου δε την ενδιέφερε. Εκείνη ήταν εστιασμένη στον καφέ. Απολάμβανε κάθε γουλιά σαν να έπινε πρώτη φορά. Το απόγευμα θα πάμε βόλτα στη γιαγιά την Πόπη, μου έλεγε. Πες τη μαμά σου να σου ετοιμάσει καθαρό φόρεμα. Και το απόγευμα στολιζόμασταν και μ’ έπιανε σφιχτά από το χέρι, έτοιμες οι Σταυρούλες για την επίσκεψη. Στο δρόμο κάναμε στάση στο πάρκο αλλά δε με άφηνε να παίξω για να μη λερώσω το φουστάνι και χτυπήσω τα καλάμια . «Τα κορίτσια πρέπει να έχουν άσπρα πόδια και όχι μελανιές από χτυπήματα».
 Και φτάναμε στη γιαγιά την Πόπη, και κει μιαν άλλη αντίστοιχη ιεροτελεστία καφέ ξεκινούσε. Και όλο μίλαγαν και μίλαγαν και γω βαριόμουν λίγο αλλά κάποιες φορές χαμήλωναν τη φωνή και έλεγαν μυστικά καθώς ρουφούσαν με την ίδια πάντα απόλαυση τον καφέ , και τότε μου φαινόταν λίγο πιο ενδιαφέρον, γιατί άκουγα το όνομα της μαμάς μου, του θείου, της θείας, του παππού.. Αυτά που λέμε να μην τα λες στη μαμά και τις θείες, έλεγαν και με επιβράβευαν με λιχουδιές και κατοστάρικα. Καθώς επιστρέφαμε ο ήλιος έδυε πίσω από τα πεύκα στο πάρκο και κείνη μου ‘δειχνε με το δάχτυλο, «κοίτα πως είναι σαν να παίρνει φωτιά το πεύκο, το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα είναι το φθινόπωρο και την άνοιξη, να ξέρεις,» μου λεγε. Όταν χειμώνιαζε πίναμε τον απογευματινό καφέ νωρίς, στο μπαλκόνι ή στο τζάμι, για να κοιτάμε τον κόκκινο ουρανό. Εκείνη έπλεκε, και όλο μετρουσε τις βελονιές. Τι φτιάχνεις γιαγιά; «την προίκα σου, τη δική σου της αδερφής σου και της ξαδέρφης σου» απαντούσε με υπερηφάνια για τον εαυτό της. Και πραγματικά μας γέμισε με πλεκτά κάθετα και οριζόντια και μπεζ και άσπρα.. αφημένα στα μπαούλα της μαμάς...
 Εγώ όμως αυτό που ήθελα ήταν εκείνο το άσπρο πορσελάνινο φλιτζάνι. Να κάθομαι 30 χρόνια μετά, σε κάθε αρχή και κάθε τέλος, «έχουμε νέα» να της λέω.

«Να φορέσεις ωραία ρούχα, σε λίγες μέρες γιορτάζουμε», να μου λέει.