Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Φλόγα μαγεύτρα ταξιδεύτρα

photo by σ.μ.
Έλα να ζεσταθούμε και ας μην αλλάξουν οι εποχές.
 Έτσι ήταν πάντα. Άλλος φεύγει και άλλος έρχεται.
Σ’ έναν σταθμό διοδίων με αντίτιμο μια φλούδα μανταρίνι.
Κι ας μην αλλάξουν οι εποχές.
Κι ας φεύγουν ένας ένας όσοι προσπάθησαν – μπορεί και λάθος-
Κι ας έρχονται άλλοι που μπορεί να προσπαθήσουν και κείνοι.
Φλόγα μαγεύτρα ταξιδεύτρα.
Ήταν μια φορά ένα κορίτσι που καθόλου δεν αγαπούσε τη φλόγα.
Στεκόταν όρθια και κοιτούσε αυτόν τον χορό.
Να  προκαλεί και να προσκαλεί. Σαν αγκαλιά πυρόξανθη.
 Όπως εκείνη η γυναίκα που τον μάζεψε σπίτι της ένα βράδυ. Πάνε δέκα χρόνια.
Μα έμενε ώρες πολλές και κοιτούσε ακίνητη.
Μέχρι που τα μαλλιά της γυναίκας γίνονται σταχτιά.
Όλα εξομοιώνονται μετά από αυτό το χορό
σκεπασμένα από ασημόσκονη.
Αλλά όχι λαμπερή χριστουγεννιάτικη.
Εσύ όμως έλα.
Ελα να ζεσταθούμε.


«Goodnight goodnight
My fallen star
I guess you’re right
You always are»

Σ.Μ.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

"Κοπερτί"

photo by σ.μ.

Ξημέρωσε Κυριακή. Νέος μήνας. Άλλος ένας Νοέμβρης. Ξύπνησε ξεκούραστος. Αυτή η αλλαγή της ώρας είχε προσθέσει αναμφίβολα μια έξτρα ώρα ζωής και γιατί όχι , όρεξης. Κατέβηκε για την εφημερίδα του όπως κάνει πάντα. Αγοράζει αυτές τις παραφουσκωμένες με πληροφορίες και τεύχη κυριακάτικες φυλλάδες. Για να είμαστε ειλικρινείς παραδέχεται συχνά και ο ίδιος ότι δεν τις διαβάζει ως το τέλος.  Λίγα πολιτικά λίγα αθλητικά. Τα πολιτιστικά ,τα ταξίδια ,τις προσφορές του Βασιλόπουλου. Μια ματιά στις ευτυχισμένες πόζες των ψεύτικων οικογενειών του ΙΚΕΑ ..και τέλος.
Σήμερα αφιέρωσε έξτρα χρόνο στο μπλε ένθετο με τις αγγελίες. Γύρναγε τις σελίδες με αγωνία. "Από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας δεν είναι οτι στεναχωρέθηκα αλλά να, είναι που πάω μόνος μου στο καφενείο. Είναι που βρισκόμασταν, λέγαμε τα νέα μας, είμαστε φίλοι" , ακουσε να λέει ο Πέτρος πριν μια βδομάδα όταν είχαν μαζευτεί εκεί στην Πρίγκιπο.
Να τη η αγγελία. Ο ανηψιός του Οδυσσέα  πουλάει το σπίτι της οδού Κατερίνης. Δε θα ξαναγυρίσει ο θείος, είπε. Εκείνος είχε χρόνια που δε μίλαγε οπως παλιά με τον Οδυσσέα.
Δεν άρεσαν στην κυρά του τα μούτρα του. Κάθε φορα ξίνιζε την λευκή μούρη της σαν τον συναντουσαν στο δρόμο. Ακόμα μόνος είσαι ρε Οδυσσέα; του λεγε. Και μόλις ξεμάκραιναν γύρναγε σε κείνον. Ποιά να τον αντέξει μωρέ Βασίλη τον παράξενο. 30 χρόνια με αυτή την τραγιάσκα και το βαθυστόχαστο ύφος.. δε βαρέθηκε; Εκείνος σώπαινε και το άλλο πρωί ήταν πάλι εκεί να πίνει τον καφέ του με τον Οδυσσέα να αναλύουν τα νέα και τα δρώμενα και να γελάνε με τα ξινισμένα μούτρα της γυναίκας του.

Δεν ήταν αυτή η αιτία της ψυχραμάρας τους.

Ένα πρωί ο Οδυσσέας δεν ήρθε στο καφενείο. Ο Βασίλης περίμενε , είπε δυο τρεις κουβέντες με τους άλλους και ανηφόρισε για την οδό Κατερίνης. Που είναι αυτός ο άνθρωπος σήμερα που του 'φερα το βιβλίο.
Έφτασε απ έξω και χτύπησε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα.  Δεν απάντησε κανείς και αποφάσισε να μπει. Το θυμόταν εκείνο το σπίτι από τότε που παιδιά ακόμα τον περίμενε για να πάνε στο σχολείο. Δεν είχε κάνει και πολλές αλλαγές ο Οδυσσέας. Πάντα στη βαρεμάρα αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκε. Το σαλόνι ήταν γεμάτο βιβλία. Σαν να μη χώραγαν στις βιβλιοθήκες και τα είχε αφημένα παντού. Στα τραπέζια στο πάτωμα στον καναπέ. Πάνω στο  γραφείο  ( περίεργο δεν ήξερε ότι το είχε φέρει σπίτι αυτό το γραφείο όταν άφησαν τη δουλειά) είχε ένα παιδικό βιβλίο. Εύκολα το αναγνώρισε . Τα ψηλά βουνά με εκείνο το χοντρό εξώφυλλο με το βουνό και τα άσπρα γράμματα.
Είχε φάει τον τόπο πριν χρόνια σε μια μετακόμιση αναζητώντας το μέχρι που πείστηκε ότι το είχε χάσει. Δε θυμόταν να του το έχει δανείσει. Και να το τώρα εδώ. Με τη μεγάλη λαδιά από τη μηλόπιτα που ξέχασε κάποτε στην τσάντα του ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Πώς γίνεται να το έχει ο Οδυσσέας?
Το άνοιξε στην πρώτη σελίδα. Αφιέρωση:

"Άγρια και γοργά τα βήματα. Γέρασαν οι ματιές. Σκάλωσαν σε σπίτια παλιά. Ή σε μπαλκόνι ψηλό - ξυπνήστε άτομα στο έκτο πάτωμα " μα μην κοιτάξετε κάτω.
Άγρια και γοργά τα βήματα. Αν φορέσεις την κουκούλα κρύβεσαι. Χάνεις το πανόραμα μα κερδίζεις το στόχο.
Φθινοπωρινά βιολιά ,σχεδόν σαν γέλια κοχλάζουν και ζεματίζονται στην κατσαρόλα της αυταπάτης.
Άγρια και γοργά τα βλέμματα. Σαν τα βήματα. Σκάλωσαν στις ελεύθερες επιλογές. Εσύ; Χρόνια Πολλά.
Ηρώ. "

Ποια Ηρώ; Η αδερφή του η Ηρώ;
Το μελάνι στα γράμματα δε φαινόταν να συμβαδίζει με την ηλικία του βιβλίου. Κάθε άλλο. Έμοιαζε να είναι από εκείνα τα καινούρια μαρκαδοράκια με τη λεπτή μύτη.

Δηλαδή ο Οδυσσέας μιλάει με την Ηρώ; Ξέρει που μένει;  Και δε θα του το είχε πει;

Θύμωσε. Ζήλεψε και θύμωσε.  Πήρε τα "ψηλά βουνά". Το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν και γύρισε στο καφενείο.

Ο Οδυσσέας δε του ζήτησε ποτέ το βιβλίο αλλά δε του ζήτησε ούτε το λόγο που δεν του μίλησε ξανά όπως παλιά.

Κάτι μήνες μετά ο Οδυσσέας τον φώναξε στο σπίτι. Θέλω να ακούσεις κάτι, του είπε. Άνοιξε το λάπτοπ του και πληκτρολόγησε κάτι στο youtube. Άρχισε το τραγούδι..

"μετά από χίλια χρόνια
θα σου τηλεφωνήσω σ’ άλλον αριθμό..
Γεια σου Κοπερτί
θυμάσαι τη φωνή μου
αν είσαι ολομόναχο και συ
πάρε ένα ταξί
κι έλα Κοπερτί μου
έλα να γεράσουμε μαζί."

Πωλείται μονοκατοικία στην Άνω Πόλη. Έτος κατασκευής 1954. Τιμή συζητήσιμη.


Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον Οδυσσέα που πέρυσι τέτοιο καιρό θα ήθελα να είχε φύγει για να βρει την Ηρώ. Και στον Κοσμά που πάει εδώ και ένα χρόνο μόνος του στην Πρίγκιπο.

Σ.Μ.


Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Είδωλα χρόνια

photo by σ.μ.
Ναταλί,κάτσε φρόνιμα της έλεγαν και εκείνη γέμιζε ξανά και ξανά τα ποτήρια τους .
Πότε πότε σηκώνονταν και τους άδειαζε τα τασάκια και ήταν σαν να ήθελε να δώσει τέλος και να κλείσει τις ιστορίες για να αρχίσουν άλλες, καινούριες κουβεντες.
Στο μικρό μπαλκονάκι του νησόσπιτου μαζεύονταν κάθε βράδυ οι 5 τους να κάνουν τη ζωή λίγο πιο δική τους.
Της άρεσε να μιλούν για το παρελθόν, να λενε ιστορίες για ανθρώπους που είναι πια σκιές αλλά και για σκιές που συχνά μοιάζουν με ανθρώπους...αλλά έτσι όπως σε κοίταγε καταλάβαινες ότι δεν άντεχε άλλο.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το παρελθόν, της είχε πει ένα βράδυ. Μπορεί και πρωί. Από εκείνα τα πρωινά που τα μπερδεύεις με τα βράδια γιατί ο χρόνος συμπυκνώνεται. Συμφώνησαν. Αν και εκείνου δεν του άρεσε καθόλου να συμφωνεί μαζί της. Αυτό την τράβηξε εξάλλου απο την πρώτη στιγμή. Και το βλέμμα του, που τη διαπερνούσε σαν η ξιφολόγχη τα σώματα των καβαλάρηδων στις ταινίες.
Όταν οι κουβέντες λίγο σιώπαιναν έμπαιναν όλοι στον αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο. Η Ναταλί κράταγε το μπουκάλι με το ροζέ κρασί στο χέρι. Τι με κοιτάτε, το κόκκινο επιτρέπεται, δε χαλάει την εκτύπωση των φωτογραφιών, τους έλεγε.
........................................................................................................................................................................
-Γιατί πίνεις όλο από το μπουκάλι;
- Στο ποτήρι χάνεις τη μισή απόλαυση
-Θα δούμε ταινία;
........................................................................................................................................................................
Μετά άπλωναν τις φωτογραφίες να στεγνώσουν. Σαν τα χταπόδια που άπλωνε το πρωί ο Κυριάκος στα σκοινιά λίγα βήματα κάτω απ’το μπαλκόνι τους.
Όταν επέστρεφαν στα καθίσματα η Ναταλί άδειαζε πάλι τα τασάκια. Αλλάξτε κουβέντα τους έλεγε. Πέρασαν τα χρόνια.
Δεν είχαν περάσει. Στα βιβλία όλα ήταν ίδια. Η ίδια φλόγα και η ίδια αγωνία. Και τα διαβάσματα ίδια, να της κλέβουν από πάντα το χρόνο από τα βιβλία.
Τα δικά του βιβλία ήταν διάφανα. Και η βαλίτσα με τα αναρίθμητα cd.
Δεν το γουστάρω μωρέ το παρελθόν, της μύνησε χρόνια αργότερα. Έκανε ότι τον πιστεύει αλλά κοιτάζει πίσω στους σταθμούς των τρένων.
Όπου πάει βρίσκει τους ίδιους ανθρώπους να αγαπήσει. Με τις ίδιες ιστορίες στα αγύριστα κεφάλια τους. Ή μπορεί και να τους δημιουργεί. Για να θυμάται τα απογεύματα στον Έσπερο.
Μια μέρα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, βρήκε στο γραμματοκιβώτιο μια πρόσκληση για παρουσίαση βιβλίου. Όλη η Ελλάδα εκδίδει και απο ένα βιβλίο,σκέφτηκε. Μαλάκες.
 «Χωρίς παρελθόν, πώς θα καταλάβεις το πεπρωμένο Ναταλί; Σε περιμένω» . Το γνωστό μονόγραμμα. Και μια υπογραφή.
Έβγαλε το σημειωματάριο.
«24 είδωλα κατοπτρικά χρόνια », έγραψε. Το έβαλε στο φάκελο της πρόσκλησης, και το έστειλε πίσω.

  

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Εγώ όμως αυτό που ήθελα ήταν εκείνο το άσπρο πορσελάνινο φλιτζάνι




Έφτιαχνε κάθε πρωί τον καφέ της. Έναν για εκείνη και έναν για τον Κώτσο που θα γύριζε σε λίγο από τα ψώνια με μια λιχουδιά για μένα κρυμμένη κάπου στις σακούλες. Φόραγε ρούχα ωραία και σκουλαρίκια και χτένιζε τα μαλλιά της πίσω να φαίνονται τα γαλάζια μάτια της. Με αργές τελετουργικές κινήσεις μέτραγε το νερό στα φλιτζάνια και ετοίμαζε το δίσκο .
               Εμένα με ανέβαζε στο σκαμπό για να βλέπω. Πρέπει να μάθεις να φτιάχνεις καφέ ελληνικό,μου έλεγε. Με την ίδια ευλάβεια που ανακάτευε το μπρύκι, γέμιζε μετά τα φλυτζάνια. Πολλές φουσκάλες, μουσαφιραίους θα έχει ο παππούς σου, μου έλεγε. Και ανυπομονούσα να μετρήσω τις φουσκάλες. Το μεσημέρι όταν ξάπλωνα έστεινα αυτί να δω αν ήρθαν οι μουσαφιραίοι και επαλειθέυτηκαν οι φουσκάλες. Έστρωνε το καθαρο σεμεδάκι που είχε πλέξει την προηγούμενη βδομάδα, γέμιζε το πιάτο με μπισκότα και ένα ποτήρι βανίλια υποβρύχιο ή ένα κομμάτι κουρκουτόψωμο για μένα – και η ιεροτελεστία του καφέ ξεκινούσε.
Όλα στο σπίτι σταματούσαν. Οι δουλειές, οι μυρωδιές , το πλέξιμο, τα σουρτα φέρτα. «Κώτσο χαμήλωσε την τηλεόραση να πιούμε καφέ», του έλεγε. Ακόμα και η κατσαρόλα που ετοίμαζε της νοστιμιές της σαν για λίγο να μη ξεφυσούσε , υπακούοντας και αυτή με τον τρόπο της στα λεγόμενα και φερσίματα της . Τι λέει η εφημερίδα, τον ρώταγε, αλλά καταλάβαινες από το βλέμμα της ότι καθόλου δε την ενδιέφερε. Εκείνη ήταν εστιασμένη στον καφέ. Απολάμβανε κάθε γουλιά σαν να έπινε πρώτη φορά. Το απόγευμα θα πάμε βόλτα στη γιαγιά την Πόπη, μου έλεγε. Πες τη μαμά σου να σου ετοιμάσει καθαρό φόρεμα. Και το απόγευμα στολιζόμασταν και μ’ έπιανε σφιχτά από το χέρι, έτοιμες οι Σταυρούλες για την επίσκεψη. Στο δρόμο κάναμε στάση στο πάρκο αλλά δε με άφηνε να παίξω για να μη λερώσω το φουστάνι και χτυπήσω τα καλάμια . «Τα κορίτσια πρέπει να έχουν άσπρα πόδια και όχι μελανιές από χτυπήματα».
 Και φτάναμε στη γιαγιά την Πόπη, και κει μιαν άλλη αντίστοιχη ιεροτελεστία καφέ ξεκινούσε. Και όλο μίλαγαν και μίλαγαν και γω βαριόμουν λίγο αλλά κάποιες φορές χαμήλωναν τη φωνή και έλεγαν μυστικά καθώς ρουφούσαν με την ίδια πάντα απόλαυση τον καφέ , και τότε μου φαινόταν λίγο πιο ενδιαφέρον, γιατί άκουγα το όνομα της μαμάς μου, του θείου, της θείας, του παππού.. Αυτά που λέμε να μην τα λες στη μαμά και τις θείες, έλεγαν και με επιβράβευαν με λιχουδιές και κατοστάρικα. Καθώς επιστρέφαμε ο ήλιος έδυε πίσω από τα πεύκα στο πάρκο και κείνη μου ‘δειχνε με το δάχτυλο, «κοίτα πως είναι σαν να παίρνει φωτιά το πεύκο, το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα είναι το φθινόπωρο και την άνοιξη, να ξέρεις,» μου λεγε. Όταν χειμώνιαζε πίναμε τον απογευματινό καφέ νωρίς, στο μπαλκόνι ή στο τζάμι, για να κοιτάμε τον κόκκινο ουρανό. Εκείνη έπλεκε, και όλο μετρουσε τις βελονιές. Τι φτιάχνεις γιαγιά; «την προίκα σου, τη δική σου της αδερφής σου και της ξαδέρφης σου» απαντούσε με υπερηφάνια για τον εαυτό της. Και πραγματικά μας γέμισε με πλεκτά κάθετα και οριζόντια και μπεζ και άσπρα.. αφημένα στα μπαούλα της μαμάς...
 Εγώ όμως αυτό που ήθελα ήταν εκείνο το άσπρο πορσελάνινο φλιτζάνι. Να κάθομαι 30 χρόνια μετά, σε κάθε αρχή και κάθε τέλος, «έχουμε νέα» να της λέω.

«Να φορέσεις ωραία ρούχα, σε λίγες μέρες γιορτάζουμε», να μου λέει. 

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Μάλιστα,χωρίς μάσκα.

photo by σ.μ
Ούτε μάσκα. Ούτε καπέλα. Ούτε ρόπαλο. Ούτε κομφετί . Ούτε σερπαντίνες.
Αλήθεια, θυμάσαι ;Τότε που..
Τότε που τι?
Τότε που γυρνάγαμε ψελλίζοντας  «μάσκα δεν έχω να γυρνώ».
 Αλλά γυρνάγαμε. Με μάσκα.

Τόσους  κλόουν τους σιχάθηκε η ψυχή μου.
Βασίλισσες.
 Βασίλισσες να ντυθούμε.
Και μάγισσες με ομπρέλες.
Να στείλουμε μηνύματα σ’ εκείνους που ‘φυγαν μια μέρα όπως σήμερα.
Αλλά μας αγαπούσαν.
Μάλιστα,χωρίς μάσκα.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Καθρέφτες δειλινά

photo by σ.μ.



Τολμάς να κοιτάξεις στον καθρέφτη αυτόν τον μπλέ-
ή με βλέμμα κάτω ψάχνεις θράυσματα αβύσσου
σε καθρεφτάκια (μήπως ανθρωπάκια;) τσέπης-
όπως εκείνα που κρατούν τα κορίτσια-
πιο όμορφα σαν θέλουν να γίνουν
για να αντανακλούν
την ντροπή που ξέχασαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου
εκείνη τη νύχτα με τα μάτια τα γυαλιστερά
που καθρέφτισαν το χθες
και ο χρόνος σταμάτησε
μαζί και ο χορός.
Σηκώθηκες.
Έβγαλες τα γοβάκια και την κορδέλα από τα μαλλιά
Και έσπασες τον καθρέφτη σου.
Κομμάτια χίλια.

Έκλαψα, γιατί πώς να ξανακολλήσει.


Σ.Μ.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

μήπως και καταλάβω

photo by σ.μ.

Δεν είναι ότι δε θέλω να μάθω την αλήθεια,
να τα ξεκαθαρίσω προσπαθώ
μήπως και
καταλάβω
μαριονέτα αν
του κόσμου του δικού μου είμαι
τι κι αν κοπεί η κλωστή- νομίζω δε με νοιάζει
ποιος θα ζητά μια μαριονέτα δίχως οδηγό?
κλόουν?
Πώς να γίνω κλόουν –
Ναι , μελαγχολία και πονοκέφαλο. Και οι κλόουν και οι απόψεις τους. Μου προκαλούν μελαγχολία και πονοκέφαλο – αυτό
Όχι φόβο . Πονοκέφαλο.
Δεν είναι ότι δε θέλω να μάθω την αλήθεια.
Να τρέξω προσπαθώ
αλλά στα όνειρα δεν μπορώ να τρέξω
και με φτάνει πάντα κάτι.
Και προσπαθώ – να ελιχθώ
μήπως και
καταλάβω
ακροβάτης αν
του τσίρκου του δικού μου είμαι
Ψηλά?
Θα σκαρφαλώσω ναι.
Δεν κοιτάζω κάτω.
Ναι , μελαγχολία και πονοκέφαλο, τα είπαμε.
Κάποια απογεύματα έχουν γεύση – πως λέμε μυρωδιά – φρεσκοτυπωμένου χαρτιου
σα να ‘ναι κυριακάτικα πρωινά
Κάποιοι άνθρωποι έχουν μυρωδιά – πως λέμε γεύση – κρέμας με κανέλα από την εποχή των λιγοστών αναμνήσεων
Πρόσωπα οικεία που υποκρίνονται τα ανοίκεια
στη σκάλα ενός αεροπλάνου
ότι τάχα δεν έπαιξαν στον ίδιο θίασο
Και προσπαθώ - αν και δυσκολεύομαι – να κοιτάζω ευθεία
μήπως και
καταλάβω
σημείο  αν
του κύκλου του δικού μου είμαι
Ευθεία, ναι , στη εφαπτόμενη –
για να μη μπερδεύομαι
με τα ανοίκεια
πρώην οικεία βήματα.
Κι η εφαπτόμενη;
Διέξοδος
από του κύκλου τη συνήθεια
Κάποιες λέξεις έχουν την έλξη – πως λέμε δύναμη-  γκρεμού απότομου στου νου τα άδυτα
Κάποιες εικόνες έχουν τη δύναμη- πως λέμε έλξη – σκάλας φωτεινής ατέρμονα ανοδικά κυλιόμενης
Αν ανέβεις πρόσεχε-
Το διάβασα αυτό που σου λέω – δεν το σκέφτηκα : 
 «Αν δε σηκώσεις τα μάτια, θα νομίζεις ότι είσαι στο πιο ψηλό σημείο»

Σ.Μ.