Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

«Καλημέρα»


Δε τις ξεπερνάς τις νύχτες.
Ο καθένας θα μπορούσε να θυμάται οποιεσδήποτε νύχτες γουστάρει και να χαίρεται μ’ αυτή τη σκέψη.
Δεν είναι όμως σαν τις νύχτες που μένεις μέσα..που έμεινες μέσα, και κρύφτηκες από τη πολύβουη οχλαγωγία… εκείνες τις νύχτες, που είτε ήσουν 10 είτε 20 είτε 30..η ησυχία τους έχει πάντα εθιστικό άρωμα..σαν τα αγαπημένα στικάκια… απο σανταλόξυλο..ή κανέλα..ή σκέτο βανίλια..και κάθε φορά που γυρίζεις αποτελειωμένος από το βραδινό θόρυβο..ο νου σου επιστρέφει εκεί..
Είναι νύχτες αργές που ζητάς να κρατήσουν κι άλλο για να ρουφήξεις όλη τη σιγαλιά..και τελικά περνάνε γρήγορα..και η παραμικρή τους λεπτομέρεια σε συνδέει με τον εσωτερικό σου ουρανό..μόνο συγκεκριμένες πληροφορίες της έξω πραγματικότητας μπορούν να μη διαταράξουν τη χαρούμενη σιωπή …που μυρίζει ακακία και έχει χρώμα ..νομίζω ανθρακί.
είναι νύχτες όλων των εποχών..παλιών και νέων..φθινοπωρινών και ανοιξιάτικων
στο ραδιόφωνο ακούς “ jazz rock” και κάποια στιγμή το κλείνεις γιατί απομακρύνει τη σκέψη σου από το τώρα..και όταν το κλείνεις είναι που οι νύχτες αυτές γίνονται το πέρασμα σε όλες σου τις αναμνήσεις..
προσγειωμένος στο τώρα και ασφαλής στον εγωκεντρικό σου μικρόκοσμο απολαμβάνεις βόλτα στις αγορές και τα παζάρια του νου ζητώντας να ψωνίσεις-όχι όσο όσο- αλλά αργά και με προσοχή , εκείνα τα βιβλία που περιγράφουν την περιπέτεια της ζωής σου με την οποία σε συνδέει ετούτη η νύχτα..
Αγαλλίαση.
Είναι μοναδικές αυτές οι μοναχικές νύχτες..και όχι ..δεν ξεριζώνονται από μέσα μας…
αγαπημένοι μου ήρωες.
το σκοτάδι είναι φόβος. Αλλά για να πέφτεις μέσα του.
Οι νύχτες όμως έχουν φως. Το φως της λήθης. Και της αλήθειας. Σαν άλλοτε , μια ίδια άλλη νύχτα ένας ίδιος άλλος εσύ με βάρκα τη νοσταλγία ή απλά τη θύμηση ταξίδεψες στο μυαλό και συνδέθηκες με το άπειρο..το μοναδικά αναγκαίο..εκεί επιστρέφεις πάντα για να αδειάσεις αλλά και να γεμίσεις το τώρα σου.
Κάποια στιγμή σηκώνεσαι και ξεφυλλίζεις αγαπημένα βιβλία η κοιτάς φωτογραφίες..ή καπνίζεις στο μπαλκόνι και από κάτω μεθυσμένες παρέες φέρνουν μπροστά σου τη νεότητα.
Άλλη στιγμή ρουφάς τον αγαπημένο καπνό και η γεύση του σε φέρνει αυτόματα σε όλες τις προηγούμενες ρουφηξιές...καθισμένος να κλαίς στο σκαμνάκι της βεράντας ,,η να γελάς και να χαιρετάς κοιτώντας προς τα πάνω. Και είναι πάλι νύχτα.
Ξυπνήστε άτομα στο έκτο πάτωμα.
Άλλη φορά σε είδα να αγναντεύεις αεροπλάνα από βεράντα φοιτητή στην άκρη τ’ ουρανού..σε χώρα ξένη άγνωστη και μακρινή..ή να κοιτάς αριστερά..σαν τα παιδιά που έβλεπαν τρένα να περνούν.
Σε θυμάμαι στο σαλόνι να βλέπεις ταινία. Και ο μόνος ήχος είναι αυτό το χαριτωμένο «πλοπ» που προκύπτει αν σφίξεις και μαζέψεις τα χείλη προς τα μέσα και εκπνέοντας τα ανοίξεις απότομα…
«τι θα κάνεις;»
«θα κοιμηθώ, εσύ»
«εδώ, θ’ αράξω»……. «σ αγαπώ» «κι εγώ» κλικ.
. . . Υπάρχουν και αυτές οι νύχτες.
Ρουφάς μια γουλιά γάλα. Το ταξίδι είναι λίγο πιο μακρινό..και κάθεσαι μπροστά σε κόκκινη πλαστική κούπα της tupperware γεμάτη γάλα που πρέπει γρήγορα να καταναλώσεις και να φύγεις για το σχολείο. Αλήθεια, πως ζεις εκεί στα 4 σου, χωρίς να γνωρίζεις τη γεύση του καφέ;……
Κάποια στιγμή, καθώς η νύχτα προχωρά, εντυπωσιάζεσαι από το πόσα πράγματα χωράνε σ’ αυτά τα κιβώτια των αναμνήσεων..πόσα έλεγες πως θα κρατήσεις για πάντα..και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες είναι αδύνατο να ανακληθούν..
Και βαριέσαι. Το χθες το χθες το χθες. Τέλος πια για σήμερα..
Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει πίσω από μία πόρτα που κλείνει.
Επανέρχεσαι απότομα στο τώρα. Δυναμώνεις τη μουσική και ανοίγεις μια μπύρα. Είναι ακόμα νύχτα και μυρίζει μπισκότο.
Κρυώνεις, φοράς φούτερ και πίνεις φασκόμηλο.
Ο χρόνος ξεριζώνει τα πάντα. Υλικά και άυλα. Όχι όμως αυτές τις νύχτες.Με φεγγάρι. Ή μάλλον δεν ξέρω, μπορεί και χωρίς.
Είναι σαν τις στιγμές..τις κάνεις συλλογή ή τις εκτυπώνεις σε φόντο ασπρόμαυρο και τις κρεμάς με μανταλάκια στην αποθήκη, και κουβαλάνε τους ήχους και τα πρόσωπα αυτών που σου κράτησαν νοητά παρέα .
Ή είναι μονόχρωμες, βουβές και άδειες.
Ήρεμες όμως.
Εκείνο που τις διαφοροποιεί από τις άλλες..είναι η ξεγνοιασιά.
Το κλειδί για τον κόσμο των παιδικών μας χρόνων και την ουσία της ύπαρξης.
Εξάλλου, και η κάθε μέρα ,νύχτα ξεκινά. Μεσάνυχτα.
Καλημέρα.

Σ.Μ

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Και συνεχίζω να καπνίζω. Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.


Το μεταίχμιο της τέχνης στην ανάσα του τσιγάρου σου …

και συ ακόμη και τότε δε πλησίασες κοντά.

Η αγάπη είναι τόσο μεγάλη όσο η κόλαση.

Το χέρι σου πάνω στη κόλαση.

Η τέχνη καίγεται και παίρνει φωτιά.

Το τσιγάρο δε σβήνει.

Έτσι γεννιέται μια σπίθα.

Για ζωή..




ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ (Φ.Πεσσόα)

Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.

Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.

Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.

Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,

(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),

που βλέπει στο μυστήριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.

Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.

Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.

Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,

Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.

Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.

Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.

Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη

απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται

μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας

που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,

και ένα τίναγμα των νεύρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.

Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,

στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου

και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.

Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.

Γνωρίζοντας τι έχω,

γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,

κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,

αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,

κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.

Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?

Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!

Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!

Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,

Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,

Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,

και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.

Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!

Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?

Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.

Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,

δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?

Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –

- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –

Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,

δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?

Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.

Ονειρεύτηκα περισσότερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,

Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.

Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.

Αλλά είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα,
αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.

Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.

Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.

Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.

Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.

Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.

Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,

τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.

Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,

ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.

Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,

Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,

Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,

Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,

κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.

(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.

Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.

Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!

Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!

Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,

Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)

Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,

Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.

Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,

Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,

πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,

μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.

(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,

Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,

Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,

Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,

Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,

Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –

Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!

Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ

εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.

Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.

Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,

Βλέπω τα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται

Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου

Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,

Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)

Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.

Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,

Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.

(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)

Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,

κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.

Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.

Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,

Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.

Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,

είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.

Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,

Είχα ήδη γεράσει.

Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.

Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.

Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση

Γιατί είναι άκακο.

Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.

Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,

αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,

Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,

Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,

Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.

Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,

Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.

Θα πεθάνει και θα πεθάνω.

Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.

Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.

Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,

Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.

Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.

Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,

Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.

Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,

Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,

Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,

Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.

Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.

Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –

Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.

Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.

Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.

Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.

Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,

Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία

Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.

Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.

Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.

(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,

θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)

Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.

Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)

Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.

(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)

Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.

Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν

ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.

Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Mad World








All around me are familiar faces
Worn out places, worn out faces
Bright and early for their daily races
Going nowhere, going nowhere
And their tears are filling up their glasses
No expression, no expression
Hide my head I want to drown my sorrow
No tomorrow, no tomorrow
And I find it kind of funny
I find it kind of sad
The dreams in which I'm dying
Are the best I've ever had
I find it hard to tell you
'Cos I find it hard to take
When people run in circles
It's a very, very
Mad World
Children waiting for the day they feel good
Happy Birthday, Happy Birthday
Made to feel the way that every child should
Sit and listen, sit and listen
Went to school and I was very nervous
No one knew me, no one knew me
Hello teacher tell me what's my lesson
Look right through me, look right through me



Πραγματικά, γύρω μου συνεχώς γνωστά πρόσωπα περπατάνε βιαστικά, συναντιούνται για λίγο τα βλέμματα μας, «σ έχω δει κάπου, κάπου σε ξέρω» σκεφτόμαστε αστραπιαία με το στίχο του παλιού ερωτύλου-δεν σχολιάζω- τροβαδούρου και μετά γυρίζουμε το κεφάλι βιαστικά από την άλλη ακολουθώντας την αδιάσπαστη ροή της καθημερινότητα μας..Daily racesgoing nowhere.. Και λες, που τον ξέρω αυτόν που τον ξέρω, έχουμε συμπέσει πουθενά στο χωροχρόνο ή τον έχω δει στο φατσοβιβλίο, καταλαβαίνετε, είναι και αυτό το δίλλημα πια. Τρέχει λοιπόν ο κόσμος, τρέχει να προλάβει..τη τράπεζα, το ραντεβού , το φούρνο , το τρένο, το μοναδικό ανοιχτό φαρμακείο, την ουρά στο ικα, στη δεή..στο ασανσέρ, σε κάνει και στην άκρη με το χέρι καμιά φορά για να περάσει, γιατί βλέπετε η δουλειά του ( ικα, ασανσερ, δεη , γραφείο ή οτιδήποτε) είναι σίγουρα πιο σημαντική από τη δική σου. Όπως εκείνη η ευγενέστατη κυρία, που συνάντησα προχθές σε κεντρικό δρόμο της πόλης που ζω, μάλλον πεζοδρόμιο , και το τονίζω γιατί όσοι μένουν εδώ γνωρίζουν το πρόσφατο ενδιαφέρον για καλλωπισμό των δρόμων μέσω διαπλάτυνσης των πεζοδρομίων και δημιουργίας πάνω τους ποδηλατοδρόμων –λέμε τώρα. Δε θα αναφερθώ στις πλαστικές ανθοστήλες που «κοσμούν» τις λάμπες του ίδιου δρόμου, γιατί θα προσβάλω το ίδιο το κίνημα kitsch. Έλεγα λοιπόν για εκείνη τη στιγμή που ανέμελη περπατώ κρατώντας στο πλάι το ποδήλατο και χαζεύω μια βιτρίνα όταν μια υπερσπaστικότατη φωνή έρχεται από το υπερπέραν (θα μπορούσε αλλά δυστυχώς ήταν πίσω μου) –

-Άντε κοπελιά με το ποδήλατο στο δρόμο – έχουμε να περάσουμε (να σημειώσω εδώ ότι είχε τουλάχιστον 2 μέτρα δίπλα να περάσει, και πατούσε και τον ποδηλατόδρομο)

-και μεις έχουμε να σταθούμε, απάντησα ανεπιτυχώς, ξαφνιασμένη

Αν η ηλικία της δεν ήταν προχωρημένη θα έλεγα ότι κάνουν πάρτυ οι ορμόνες και ίσως να τη συμπονούσα τη γυναίκα, αλλά αντικρίζοντας το γεμάτο από στριμενοσύνη πρόσωπο και τις σακούλες με τα μαρούλια και τα αυγά στα χέρια και ενώ το ανθρωπάκι μέσα μου έκανε χειρονομίες έβριζε και κλωτσούσε, άρχισα να γελάω μέχρι που μπήκε στην είσοδο της επόμενης πολυκατοικίας και χάθηκε στη βιασύνη της κοιτώντας με, με ξινίλα. Με το παράδειγμα αυτό φυσικά δε θέλω να προσβάλω κανέναν, εξάλλου η γυναίκα μπορεί να είχε προβλήματα , να είχε μαλώσει με τον άντρα της, να ψόφησε η γάτα της κτλ κτλ, απλά δε μου άρεσε ο τρόπος και απλά δε μου άρεσε γενικώς.

Anyway, μετά πέρασε μια μέρα ή και δύο και είχα ξεχάσει την κυρία (έτσι νόμιζα) και έπαιξε στο ραδιόφωνο τυχαία το mad world και σκέφτηκα πάλι την κυρία ( κόλλημα ) αλλά και άλλες κυρίες και κυρίους μικρής ή μεγάλης ηλικίας που τρέχουν τρέχουν all day busy και ανησύχησα πως όλοι μπαίνουμε σιγά σιγά σαυτή τη κατηγορία ..και πως μια μέρα θα γίνω σαν αυτή τη κυρία (συνεχίζεται το κόλλημα ) και μετά ανατρίχιασα και stop.

Γενικά , λοιπόν, πανζουρλισμός, και πάνω και κάτω , και μέσα και έξω και περα και δώθε και τώρα και μετά τρέχει ο κόσμος τρέχει και δε φτάνει, κορνάρει βρίζει, φωνάζει, σπρώχνει στο λεωφορείο, σπρώχνει στην ουρά και ενώ ξεκινάς ανέμελος μια νέα μέρα, φτάνεις στη δουλειά με τα νεύρα τσατάλια. Και μέσα σόλο αυτό έρχεται και η αλκυόνα, η τιμωρημένη από το Δία κόρη του Αιόλου , και γεννάει.


Λίγο αργά βέβαια αλλά καιρός ήταν , για να φορέσουμε λίγο και τα γυαλιά ηλίου μας, βρε αδερφέ. Ξεχύθηκε ο κόσμος στα cafes και τα bars και τα οινοφαγοποτεία – ναι ναι όλοι αυτοί οι βιαστικοί – και έλεγα και γω , τι ωραία τώρα θα γελάσει λίγο το χειλάκι τους. Αλλά μάταια, μπαίνεις στο ασανσέρ, και στη καλημέρα σου , ο άλλος γυρνά τη πλάτη και κοιτιέται στον καθρέφτη. Εκτός δλδ του ότι δε λέει μια καλημέρα κι ας πέσει κάτω, μπαίνει και μπροστά να μη μπορείς εσύ να διορθώσεις το τσουλούφι που πετάει.

Μα τη αλαζονεία! Από μικρή, διατυμπάνιζα πως δεν ανέχομαι την υποκρισία, χωρίς καν να αντιλαμβάνομαι καλά καλά το νόημα της λέξης, αλλά η αλαζονεία, είναι πλέον ανώτερη ενόχληση και σαν να μη φτάνει αυτό, υπάρχει παντού, σε κάθε έκφανση της ζωής. Έχουμε έτσι την αλαζονεία του πλούσιου στον φτωχό, του ψηλού στον κοντό, του δυνατού στον αδύναμο, του αδύνατου στον παχουλό, του νέου στο γέρο αλλά και αντίστροφα του σοφού γέρου στον ξεροκέφαλο νέο, του καλού μαθητή έναντι του κακού αλλά και του μάγκα στο φλώρο, η αλαζονεία της bmw στη Nissan, των μπισκότων Παπαδοπούλου στα Αλλατίνη, της μερέντας στη νουτέλα, του αλατιού στο πιπέρι, του λιονταριού στη τίγρη, του σκαθαριού στο μυρμήγκι, Η αλαζονεία της μέρας στη νύχτα, της άνοιξης στον χειμώνα, του σκύλου στη γάτα, του καθηγητή στον μαθητή, του δεξιού στον αριστερό και αντίστροφα, του ολυμπιακού στον παναθηναϊκό και τούμπαλιν, του αθηναίου στον σαλονικιο, του έντεχνου στον μπουζοκοβιο, του μέταλλου στον ροκά, του πολιτευόμενου στον πολίτη, του υπουργού στον βουλευτή, του υγιή στον άρρωστο, του εργαζόμενου στον άνεργο, της θάλασσας στο βουνό, του ήλιου στη βροχή....παντού παντού σε οποιαδήποτε κατάσταση υπάρχει ένας κατά τρόπο τινά και υπό συνθήκες «κατώτερος», και κάποιος από πάνω να δείχνει αλαζονεία..και να ασκεί τη δική του εξουσία σ αυτόν το βιαστικό κόσμο με τον δικό του επινοημένο και μικρόψυχο χρόνο.

Mad world..εξάλλου τι είναι λογικό…και πως και γιατι



Καλή εβδομάδα και να θυμάστε τρέχει καλύτερα όποιος τρέχει.....ξυπόλυτος

Σ.Μ