Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Κάποια βράδια τα όνειρα

photo by σ.μ.


Κάποια βράδια τα όνειρα είναι περίεργα και  με τρομάζουν. Ξυνπνάω μες στη νύχτα και μπερδεύομαι. Μπερδεύω τα παλιά με τα καινούρια. Τα τώρα με τα αύριο. Μπερδεύω τους γνωστούς με τους αγνώστους και τους πεθαμένους με τους ζωντανούς. Κυρίως με κείνους που λείπουν και έχω καιρό να δω..ή ίσως να μην ξαναδώ ποτέ. Περπατώ σε περίεργους δρόμους..πάντα πέτρινους και πάντα καταλήγω στη θάλασσα. Ή μάλλον για να το πω καλύτερα, καταλήγω πάντα σε μια ήσυχη προβλήτα γκρί τσιμεντένια και έχει συννεφιά και νηνεμία. εκεί ξαπλάρω την ψυχή μου. Είναι εκείνη η στιγμή που το μειδίαμα ζητά να γίνει γέλιο και το συνειδητό προσπαθεί να πείσει το πεισματάρικο υπερεγώ ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα όνειρο..και δε θέλεις να ξυπνήσεις, ή μπορεί και να θέλεις τελικά.  Επίσης ζω σε περίεργα σπίτια. Βγαλμένα από το παρελθόν ή και όχι . Συχνά μοιάζουν με τα σπίτια που δημιουργεί η φαντασία διαβάζοντας κάποιο βιβλίο και τοποθετεί εκεί την ιστορία και τους ήρωες. Και είναι συνέχεια τα ίδια σπίτια από τότε που ήμουν  5  χρονών  αλλά γεμάτα με τις πιο μύχιες σκέψεις και νοήματα του είναι , που αλλάζουν από μέρα σε μέρα και από εποχή σε εποχή.  Γι αυτό μπερδεύομαι . Αλλά είναι σαν μέλι αυτό το μπέρδεμα. Κολλάς . Σκάλωμα μεγάλο. Στέκεσαι μετέωρος στην αλήθεια και τη φαντασία και είσαι μέσα εκεί μόνος χωρίς κανένας να μπορεί να σε λογοκρίνει για αυτό που είδες, γιατί φώναξες, γιατί έτρεξες και γιατί έκλαψες, επειδή είσαι στο όνειρο σου και είσαι μόνος. Κάπως έτσι θέλω να φαντάζομαι το ταξίδι προς το θάνατο, αν δεν είναι η ζωή αυτό..Αν δεν είναι η ζωή αυτό το μετέωρο όνειρο ανάμεσα σ αυτά που γίνονται και σ εκεινα που ήταν για να γίνουν, ή σ αυτά που κάποια μέρα θα γίνουν. Γύρω μου κάθε μέρα δυσκολεύουν πι ο πολύ τα πράγματα. «Φίλε, νομίζω το μνημόνιο δε μας άγγιξε όσο έπρεπε»,μου είπε χθες στο τηλέφωνο φίλός αδελφικός, που φοβόταν εδώ και χρόνια μη γεράσει μια ώρα «αρχίτερα» στην επαρχία. Φοβάται ακόμα. Αλλά όχι ν αφήσει τη Θεσσαλονίκη, όπως τότε. Άλλα πράγματα. Την αδυναμία μας να κάνουμε εκείνα που λέγαμε κάτι βράδια στα γρασίδια και κάτι καλοκαίρια στο λιμάνι. Την περιρρέουσα ηλιθιότητα. Τη σαπίλα της έκφρασης. Τη μουγγαμάρα. Φοβάται και μένα λεει καμμιά φορά. Και γω φοβάμαι μαζί. Και μπερδεύονται ακόμα πιο πολύ τα όνειρα. Τρέχω στο σκοτάδι ιδρωμένη να ξεφύγω. Και στέκομαι μπροστά σε κάτι σαν παράθυρο. Σαν ατομικό κάδρο-πλαίσιο. Βάζω μέσα το κεφάλι και βιώνω το αίσθημα ότι κοιτάζω προς τα μέσα. Μέσα στο δικό μου κεφάλι – ψυχη . Βλέπω σκοτάδι λάμψεις πολλες πολλες εικόνες ανθρώπους κλωτσιές μπουνιές κραυγές – τι στο διαλο τοσο θυμό έχω μέσα μου- και κόκκινο πολύ κόκκινο- όχι αίμα. Φωτιά. Ακόμα και την αδυναμία μας να σμίξουμε. Να πιούμε παρέα δυο μπύρες και να αγκαλιαστούμε.  Και αυτή τη φοβάται ο φίλος μου. Κάτι άλλα όνειρα είναι σαν πίνακες του Escher, που κατεβαινεις διαρκώς τα ιδια σκαλοπάτια που σε οδηγολυν σε ένα ίδιο δωματιο μεσα στο οποιο περιέχονται τα ίδια σκαλοπατια και σε οδηγούν σε ένα ίδιο δωμάτιο. Όπως οι διάδρομοι του ξενοδοχείου του Alain Resnais στο last year at marienbad. Ένα ατέρμονο παιχνίδι με το aσεινήδητο.

Και η νύχτα ξεκινά.

Σ.Μ