|
photo by σ.μ. |
Ξημέρωσε
Κυριακή. Νέος μήνας. Άλλος ένας Νοέμβρης. Ξύπνησε ξεκούραστος. Αυτή η αλλαγή
της ώρας είχε προσθέσει αναμφίβολα μια έξτρα ώρα ζωής και γιατί όχι , όρεξης.
Κατέβηκε για την εφημερίδα του όπως κάνει πάντα. Αγοράζει αυτές τις
παραφουσκωμένες με πληροφορίες και τεύχη κυριακάτικες φυλλάδες. Για να είμαστε
ειλικρινείς παραδέχεται συχνά και ο ίδιος ότι δεν τις διαβάζει ως το
τέλος. Λίγα πολιτικά λίγα αθλητικά. Τα
πολιτιστικά ,τα ταξίδια ,τις προσφορές του Βασιλόπουλου. Μια ματιά στις
ευτυχισμένες πόζες των ψεύτικων οικογενειών του ΙΚΕΑ ..και τέλος.
Σήμερα
αφιέρωσε έξτρα χρόνο στο μπλε ένθετο με τις αγγελίες. Γύρναγε τις σελίδες με
αγωνία. "Από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας δεν είναι οτι στεναχωρέθηκα αλλά
να, είναι που πάω μόνος μου στο καφενείο. Είναι που βρισκόμασταν, λέγαμε τα νέα
μας, είμαστε φίλοι" , ακουσε να λέει ο Πέτρος πριν μια βδομάδα όταν είχαν
μαζευτεί εκεί στην Πρίγκιπο.
Να τη η
αγγελία. Ο ανηψιός του Οδυσσέα πουλάει
το σπίτι της οδού Κατερίνης. Δε θα ξαναγυρίσει ο θείος, είπε. Εκείνος είχε χρόνια
που δε μίλαγε οπως παλιά με τον Οδυσσέα.
Δεν
άρεσαν στην κυρά του τα μούτρα του. Κάθε φορα ξίνιζε την λευκή μούρη της σαν
τον συναντουσαν στο δρόμο. Ακόμα μόνος είσαι ρε Οδυσσέα; του λεγε. Και μόλις
ξεμάκραιναν γύρναγε σε κείνον. Ποιά να τον αντέξει μωρέ Βασίλη τον παράξενο. 30
χρόνια με αυτή την τραγιάσκα και το βαθυστόχαστο ύφος.. δε βαρέθηκε; Εκείνος
σώπαινε και το άλλο πρωί ήταν πάλι εκεί να πίνει τον καφέ του με τον Οδυσσέα να
αναλύουν τα νέα και τα δρώμενα και να γελάνε με τα ξινισμένα μούτρα της γυναίκας
του.
Δεν
ήταν αυτή η αιτία της ψυχραμάρας τους.
Ένα
πρωί ο Οδυσσέας δεν ήρθε στο καφενείο. Ο Βασίλης περίμενε , είπε δυο τρεις
κουβέντες με τους άλλους και ανηφόρισε για την οδό Κατερίνης. Που είναι αυτός ο
άνθρωπος σήμερα που του 'φερα το βιβλίο.
Έφτασε
απ έξω και χτύπησε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα.
Δεν απάντησε κανείς και αποφάσισε να μπει. Το θυμόταν εκείνο το σπίτι
από τότε που παιδιά ακόμα τον περίμενε για να πάνε στο σχολείο. Δεν είχε κάνει
και πολλές αλλαγές ο Οδυσσέας. Πάντα στη βαρεμάρα αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκε.
Το σαλόνι ήταν γεμάτο βιβλία. Σαν να μη χώραγαν στις βιβλιοθήκες και τα είχε
αφημένα παντού. Στα τραπέζια στο πάτωμα στον καναπέ. Πάνω στο γραφείο
( περίεργο δεν ήξερε ότι το είχε φέρει σπίτι αυτό το γραφείο όταν άφησαν
τη δουλειά) είχε ένα παιδικό βιβλίο. Εύκολα το αναγνώρισε . Τα ψηλά βουνά με
εκείνο το χοντρό εξώφυλλο με το βουνό και τα άσπρα γράμματα.
Είχε
φάει τον τόπο πριν χρόνια σε μια μετακόμιση αναζητώντας το μέχρι που πείστηκε
ότι το είχε χάσει. Δε θυμόταν να του το έχει δανείσει. Και να το τώρα εδώ. Με
τη μεγάλη λαδιά από τη μηλόπιτα που ξέχασε κάποτε στην τσάντα του ένα ολόκληρο
Σαββατοκύριακο. Πώς γίνεται να το έχει ο Οδυσσέας?
Το
άνοιξε στην πρώτη σελίδα. Αφιέρωση:
"Άγρια
και γοργά τα βήματα. Γέρασαν οι ματιές. Σκάλωσαν σε σπίτια παλιά. Ή σε μπαλκόνι
ψηλό - ξυπνήστε άτομα στο έκτο πάτωμα " μα μην κοιτάξετε κάτω.
Άγρια
και γοργά τα βήματα. Αν φορέσεις την κουκούλα κρύβεσαι. Χάνεις το πανόραμα μα
κερδίζεις το στόχο.
Φθινοπωρινά
βιολιά ,σχεδόν σαν γέλια κοχλάζουν και ζεματίζονται στην κατσαρόλα της
αυταπάτης.
Άγρια
και γοργά τα βλέμματα. Σαν τα βήματα. Σκάλωσαν στις ελεύθερες επιλογές. Εσύ;
Χρόνια Πολλά.
Ηρώ.
"
Ποια
Ηρώ; Η αδερφή του η Ηρώ;
Το
μελάνι στα γράμματα δε φαινόταν να συμβαδίζει με την ηλικία του βιβλίου. Κάθε
άλλο. Έμοιαζε να είναι από εκείνα τα καινούρια μαρκαδοράκια με τη λεπτή μύτη.
Δηλαδή
ο Οδυσσέας μιλάει με την Ηρώ; Ξέρει που μένει;
Και δε θα του το είχε πει;
Θύμωσε.
Ζήλεψε και θύμωσε. Πήρε τα "ψηλά
βουνά". Το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν και γύρισε στο καφενείο.
Ο
Οδυσσέας δε του ζήτησε ποτέ το βιβλίο αλλά δε του ζήτησε ούτε το λόγο που δεν
του μίλησε ξανά όπως παλιά.
Κάτι
μήνες μετά ο Οδυσσέας τον φώναξε στο σπίτι. Θέλω να ακούσεις κάτι, του είπε.
Άνοιξε το λάπτοπ του και πληκτρολόγησε κάτι στο youtube. Άρχισε το τραγούδι..
"μετά
από χίλια χρόνια
θα σου
τηλεφωνήσω σ’ άλλον αριθμό..
Γεια
σου Κοπερτί
θυμάσαι
τη φωνή μου
αν
είσαι ολομόναχο και συ
πάρε
ένα ταξί
κι έλα
Κοπερτί μου
έλα να
γεράσουμε μαζί."
Πωλείται
μονοκατοικία στην Άνω Πόλη. Έτος κατασκευής 1954. Τιμή συζητήσιμη.
Το
κείμενο είναι αφιερωμένο στον Οδυσσέα που πέρυσι τέτοιο καιρό θα ήθελα να είχε
φύγει για να βρει την Ηρώ. Και στον Κοσμά που πάει εδώ και ένα χρόνο μόνος του
στην Πρίγκιπο.
Σ.Μ.